ιερολογώ

ιερολογώ
(ΑΜ ἱερολογῶ, -έω, Α ιων. τ. ἱρολογῶ) [ιερολόγος]
1. συζητώ θρησκευτικά θέματα, θεολογώ
2. (για ιερείς) ευλογώ, τελώ ιερολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιερολογώ — ιερολογώ, ιερολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιερολογώ — ιερολόγησα 1. ασχολούμαι με τα πράγματα της θρησκείας. 2. τελώ ως ιερέας το μυστήριο του γάμου, ευλογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • συνιερολογώ — έω, Μ μετέχω σε ιερολογία, τελώ μαζί με άλλους την ίδια ιεροπραξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱερολογῶ «ευλογώ, τελώ ιεροπραξία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”